συναρτησοειδής

συναρτησοειδής
-ές, Ν
1. ο όμοιος με συνάρτηση
2. το ουδ. ως ουσ. το συναρτησοειδές
μαθημ. πραγματική συνάρτηση που το πεδίο ορισμού της αποτελεί έναν διανυσματικό χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνάρτηση + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”